rai
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rai | rais |
rai (fr) αρσενικό
- ηλιαχτίδα
- (τεχνολογία) ακτίνα μιας ξύλινης ρόδα
Συγγενικά επεξεργασία
- radiant
- radiation (και rad, radiateur, radiesthésie - irradiation, irradier)
- radieux
- radio-
- radium (και radon)
- rayère
- rayon (και rayonnant, rayonnement, rayonner)
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rai (ro)