radiesthésie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
radiesthésie | radiesthésies |
Ουσιαστικό επεξεργασία
radiesthésie (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη rai
ενικός | πληθυντικός |
radiesthésie | radiesthésies |
radiesthésie (fr) θηλυκό