Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιαισθησία οι ραδιαισθησίες
      γενική της ραδιαισθησίας των ραδιαισθησιών
    αιτιατική τη ραδιαισθησία τις ραδιαισθησίες
     κλητική ραδιαισθησία ραδιαισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιαισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική radiesthésie[1] < λατινική radius + αρχαία ελληνική αἴσθησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιαισθησία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία