Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροσκοπία οι υδροσκοπίες
      γενική της υδροσκοπίας των υδροσκοπιών
    αιτιατική την υδροσκοπία τις υδροσκοπίες
     κλητική υδροσκοπία υδροσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροσκοπία < ελληνιστική κοινή ὑδροσκοπία[1] < ὑδροσκόπος < αρχαία ελληνική ὕδωρ + σκοπέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροσκοπία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία