Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραβδοσκοπία οι ραβδοσκοπίες
      γενική της ραβδοσκοπίας των ραβδοσκοπιών
    αιτιατική τη ραβδοσκοπία τις ραβδοσκοπίες
     κλητική ραβδοσκοπία ραβδοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραβδοσκοπία < ραβδοσκόπος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραβδοσκοπία θηλυκό

  1. τεχνική αναζήτησης με τη χρήση μιας ράβδου που κρατά στο χέρι του ο ραβδοσκόπος και με την οποία προσπαθεί να αισθανθεί δονήσεις που οφείλονται στην ύπαρξη υπόγειου νερού
  2. ραβδομαντεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία