ραβδοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδοσκοπία < ραβδοσκόπος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδοσκοπία θηλυκό
- τεχνική αναζήτησης με τη χρήση μιας ράβδου που κρατά στο χέρι του ο ραβδοσκόπος και με την οποία προσπαθεί να αισθανθεί δονήσεις που οφείλονται στην ύπαρξη υπόγειου νερού
- ραβδομαντεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδομαντεία
|