υδροσκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδροσκόπος < ελληνιστική κοινή ὑδροσκόπος[1] < αρχαία ελληνική ὕδωρ + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με την υδροσκοπία, με την εντόπιση αποθεμάτων νερών που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της γης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υδροσκοπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροσκόπος
|
- ↑ υδροσκόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας