↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἴσθησῐς αἱ αἰσθήσεις
      γενική τῆς αἰσθήσεως τῶν αἰσθήσεων
      δοτική τῇ αἰσθήσει ταῖς αἰσθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αἴσθησῐν τὰς αἰσθήσεις
     κλητική ! αἴσθησῐ αἰσθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰσθήσει
γεν-δοτ τοῖν  αἰσθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴσθησις < (αἰσθάνομαι), αἰσθη- + -σις [1] < → δείτε  πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἴσθησις θηλυκό

  • αίσθηση
    1. λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
    2. αντίληψη καταστάσεων
      ⮡ αἴσθησις πημάτων
      συναίσθηση, αντίληψη συμφορών
      ※  5ος αιώνας πκε Ευριπίδης, Ηλέκτρα, 291 @greek-language.gr, μετάφραση: Τάσος Ρούσσος, 1988, Ακαδημία Αθηνών
      αἴσθησις γὰρ οὖν καὶ τῶν θυραίων πημάτων δάκνει βροτούς
      Τους θνητούς η θλίψη δαγκώνει κι όταν μάθουν για των άλλων τα βάσανα
    3. όραμα
      ⮡  αἰσθήσεις θεῶν - οράματα θεών

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. αἴσθησιν ἔχειν αντιλαμβάνομαι, γίνομαι αντιληπτός
  2. αἴσθησιν παρέχειν

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «αισθάνομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.