πῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πῆμᾰ | τὰ | πήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | πήμᾰτος | τῶν | πημᾰ́των |
δοτική | τῷ | πήμᾰτῐ | τοῖς | πήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πῆμᾰ | τὰ | πήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | πῆμᾰ | πήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πῆμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπῆμα ουδέτερο
- κακό
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1168 (1168-1169)
- τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
- Το τελευταίο κακούργημα, το φριχτότερο απ᾽ όλα | ήταν ετούτο:
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον, | ἐξειργάσαντο δείν᾽·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1168 (1168-1169)
- συμφορά, πάθημα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 346 (346-347)
- πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄνειαρ· | ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς τ᾽ ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῦ·
- Τόση ο κακός ο γείτονας πληγή, όση ο καλός βοήθεια μεγάλη. | «Έπιασε την καλή» αυτός που γείτονα έλαχε καλό.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄνειαρ· | ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς τ᾽ ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῦ·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 346 (346-347)
- πόνος
- όλεθρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.