ενικός         πληθυντικός  
radius radii / radiuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radius (en)

  1. (γεωμετρία) η ακτίνα του κύκλου
    The student didn’t correctly calculate the radius of the circle.
    Ο μαθητής δεν υπολόγισε σωστά την ακτίνα του κύκλου.
  2. η ακτίνα, μια στρογγυλή περιοχή που καλύπτει την απόσταση που αναφέρεται από ένα κεντρικό σημείο
    within a 10 mile radius of Athens - σε ακτίνα 10 μιλιών από την Αθήνα
  3. (ανατομία) η κερκίδα (το οστό)