rayonnant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rayonnant < rayonner
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rayonnant | rayonnants |
θηλυκό | rayonnante | rayonnantes |
rayonnant (fr)
- που ακτινοβολεί
- ακτινωτός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rayonnant | rayonnants |
θηλυκό | rayonnante | rayonnantes |
rayonnant (fr)