ακτινωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτινωτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτινωτός (που διακοσμήθηκε με ακτίνες), και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική radié ή αγγλική radial
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kti.noˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νω‐τός
Επίθετο επεξεργασία
ακτινωτός, -ή, -ό
- που έχει ακτίνες
- ↪ ακτινωτό σχέδιο, ακτινωτός μηχανισμός, ακτινωτή διάταξη
- ≈ συνώνυμα: ακτινοειδής, ακτινόμορφος
Συγγενικά επεξεργασία
- ακτινωτά (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ακτινωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακτινωτός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας