ακτινωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαακτινωτά < ακτινωτός
Επίρρημα
επεξεργασίαακτινωτά
- με τρόπο που να μοιάζει με εκπομπή ακτίνων ή με σχήμα ακτίνων
- οι ριπές έφευγαν ακτινωτά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακτινωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακτινωτό