Ετυμολογία

επεξεργασία
radium < γαλλική radium (από το 1899)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (en)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
radium < radio(actif) + -ium (από το 1898)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (fr) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (da)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (id)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (ia)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (la)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (lb)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (nn)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (no)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (nl)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (sv)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (cs) ουδέτερο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

radium (fi)