ρόδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρόδα | οι | ρόδες |
γενική | της | ρόδας | των | ροδών |
αιτιατική | τη | ρόδα | τις | ρόδες |
κλητική | ρόδα | ρόδες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρόδα θηλυκό
- εξάρτημα των μέσων μεταφοράς που περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα προσαρμοσμένο στη βάση του οχήματος, ο τροχός.
- οι ρόδες του αυτοκινήτου, ποδήλατο με μία ρόδα
- (ναυτικό) κυκλικό τμήμα του τιμονιού και το χειρίζεται ο πιλότος.
- (συνεκδοχικά) το αυτοκίνητο.
- σκέφτεται να αγοράσει νέα ρόδα
- ο τροχός του λούνα παρκ
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ρόδα είναι και γυρίζει : τίποτε δεν είναι σταθερό, η ζωή έχει πολλές μεταβολές
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ρόδα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
ρόδα
- ρόδο, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού