ρόδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρόδα | οι | ρόδες |
γενική | της | ρόδας | των | ροδών |
αιτιατική | τη | ρόδα | τις | ρόδες |
κλητική | ρόδα | ρόδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρόδα < (άμεσο δάνειο) βενετική roda < λατινική rota
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρόδα θηλυκό
- εξάρτημα των μέσων μεταφοράς που περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα προσαρμοσμένο στη βάση του οχήματος, ο τροχός.
- οι ρόδες του αυτοκινήτου, ποδήλατο με μία ρόδα
- (ναυτικό) κυκλικό τμήμα του τιμονιού και το χειρίζεται ο πιλότος
- (συνεκδοχικά) το αυτοκίνητο
- σκέφτεται να αγοράσει νέα ρόδα
- ο τροχός του λούνα παρκ
Εκφράσεις
επεξεργασία- ρόδα είναι και γυρίζει : τίποτε δεν είναι σταθερό, η ζωή έχει πολλές μεταβολές
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρόδα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαρόδα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρόδο