Δείτε επίσης: Ρόδο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόδο τα ρόδα
      γενική του ρόδου των ρόδων
    αιτιατική το ρόδο τα ρόδα
     κλητική ρόδο ρόδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρόδο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥόδον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾo.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐δο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόδο ουδέτερο

  1. (λουλούδι) το άνθος της τριανταφυλλιάς, τριαντάφυλλο
  2. (μεταφορικά) κάτι πολύ όμορφο
    ⮡  ρόδο του Ισπαχάν (για μια όμορφη κοπέλα)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία