Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν είναι ελληνιστικό.


Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥόδον τὰ ῥόδ
      γενική τοῦ ῥόδου τῶν ῥόδων
      δοτική τῷ ῥόδ τοῖς ῥόδοις
    αιτιατική τὸ ῥόδον τὰ ῥόδ
     κλητική ! ῥόδον ῥόδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥόδω
γεν-δοτ τοῖν  ῥόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ῥόδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wr̥dʰo

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ῥόδον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία