ῥόδον
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ῥόδον | τὰ | ῥόδᾰ |
γενική | τοῦ | ῥόδου | τῶν | ῥόδων |
δοτική | τῷ | ῥόδῳ | τοῖς | ῥόδοις |
αιτιατική | τὸ | ῥόδον | τὰ | ῥόδᾰ |
κλητική ὦ! | ῥόδον | ῥόδᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ῥόδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wr̥dʰo
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ῥόδον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ῥόδον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥόδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.