Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥοδόεις ῥοδόεσσ τὸ ῥοδόεν
      γενική τοῦ ῥοδόεντος τῆς ῥοδοέσσης τοῦ ῥοδόεντος
      δοτική τῷ ῥοδόεντ τῇ ῥοδοέσσ τῷ ῥοδόεντ
    αιτιατική τὸν ῥοδόεντ τὴν ῥοδόεσσᾰν τὸ ῥοδόεν
     κλητική ! ῥοδόεν ῥοδόεσσ ῥοδόεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥοδόεντες αἱ ῥοδόεσσαι τὰ ῥοδόεντ
      γενική τῶν ῥοδοέντων τῶν ῥοδοεσσῶν τῶν ῥοδοέντων
      δοτική τοῖς ῥοδόεσῐ(ν) ταῖς ῥοδοέσσαις τοῖς ῥοδοέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ῥοδόεντᾰς τὰς ῥοδοέσσᾱς τὰ ῥοδόεντ
     κλητική ! ῥοδόεντες ῥοδόεσσαι ῥοδόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥοδόεντε τὼ ῥοδοέσσ τὼ ῥοδόεντε
      γεν-δοτ τοῖν ῥοδοέντοιν τοῖν ῥοδοέσσαιν τοῖν ῥοδοέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥοδόεις < ῥόδον + -όεις

  Επίθετο επεξεργασία

ῥοδόεις, -εσσα, -εν

  1. φτιαγμένος από ρόδα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 186 (186-187)
    ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ | ἀμβροσίῳ,
    μ᾽ άφθαρτο | τον ράντιζε τριανταφυλλένιο λάδι
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο
  3. που περιβάλλεται από ρόδα
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ, 2.34 (2.31-2.35)
    φθόνος εὐρυβίας νιν ἀπώλεσεν,
    δνόφεόν τε κάλυμμα τῶν
    ὕστερον ἐχομένων,
    ὅτ᾽ ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ
    δέξατο Νέσσου πάρα δαιμόνιον τέρ[ας.
    Ζήλεια βαριά την έφαγε, και το σκουτί
    που τα μελλούμενα έκρυβε μες στο σκοτάδι, απ᾽ τη στιγμή
    που ολέθριο δώρο μαγικό
    από το Νέσσο δέχτηκε
    πλάι στου Λυκόρμα τα νερά, που είναι ζωσμένος ρόδα.
    Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
  4. (χρώμα) που έχει ρόδινο χρώμα, τριανταφυλλής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία