Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρόδινος η ρόδινη το ρόδινο
      γενική του ρόδινου της ρόδινης του ρόδινου
    αιτιατική τον ρόδινο τη ρόδινη το ρόδινο
     κλητική ρόδινε ρόδινη ρόδινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρόδινοι οι ρόδινες τα ρόδινα
      γενική των ρόδινων των ρόδινων των ρόδινων
    αιτιατική τους ρόδινους τις ρόδινες τα ρόδινα
     κλητική ρόδινοι ρόδινες ρόδινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόδινος < αρχαία ελληνική ῥόδινος < ῥόδον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾo.ði.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈɾo.ði.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈɾo.ði.no/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ρόδινος, -η, -ο

  1. που έχει το χρώμα του ρόδου
  2. που είναι φτιαγμένος από ρόδο
    ρόδινο στεφάνι
  3. (μεταφορικά) αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος
    η ζωή έχει και τις δυσκολίες της, δεν είναι όλα ρόδινα
    τόσα και τόσα γίνονται, μα αυτός τα βλέπει όλα ρόδινα κι ωραία!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία