ρόδινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρόδινος | η | ρόδινη | το | ρόδινο |
γενική | του | ρόδινου | της | ρόδινης | του | ρόδινου |
αιτιατική | τον | ρόδινο | τη | ρόδινη | το | ρόδινο |
κλητική | ρόδινε | ρόδινη | ρόδινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρόδινοι | οι | ρόδινες | τα | ρόδινα |
γενική | των | ρόδινων | των | ρόδινων | των | ρόδινων |
αιτιατική | τους | ρόδινους | τις | ρόδινες | τα | ρόδινα |
κλητική | ρόδινοι | ρόδινες | ρόδινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρόδινος < αρχαία ελληνική ῥόδινος < ῥόδον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾo.ði.nos/ αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαρόδινος, -η, -ο
- (για χρώμα) που έχει το χρώμα του ρόδου
- που είναι φτιαγμένος από ρόδο
- ρόδινο στεφάνι
- (μεταφορικά) αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος
- η ζωή έχει και τις δυσκολίες της, δεν είναι όλα ρόδινα
- τόσα και τόσα γίνονται, μα αυτός τα βλέπει όλα ρόδινα κι ωραία!