Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευοίωνος η ευοίωνη το ευοίωνο
      γενική του ευοίωνου της ευοίωνης του ευοίωνου
    αιτιατική τον ευοίωνο την ευοίωνη το ευοίωνο
     κλητική ευοίωνε ευοίωνη ευοίωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευοίωνοι οι ευοίωνες τα ευοίωνα
      γενική των ευοίωνων των ευοίωνων των ευοίωνων
    αιτιατική τους ευοίωνους τις ευοίωνες τα ευοίωνα
     κλητική ευοίωνοι ευοίωνες ευοίωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευοίωνος < ευ + οιωνός

  Επίθετο επεξεργασία

ευοίωνος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία