Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αισιοδοξία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αισιοδοξί
α
οι
αισιοδοξί
ες
γενική
της
αισιοδοξί
ας
των
αισιοδοξι
ών
αιτιατική
την
αισιοδοξί
α
τις
αισιοδοξί
ες
κλητική
αισιοδοξί
α
αισιοδοξί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αισιοδοξία
<
αισιόδοξ(ος)
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισιοδοξία
θηλυκό
θετικό
αίσθημα
που δίνει την
εντύπωση
ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα έχουν καλό (
αίσιο
)
τέλος
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαισιοδοξία
Συγγενικά
επεξεργασία
αισιόδοξος
αισιοδοξώ
υπεραισιοδοξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισιοδοξία
αγγλικά
:
optimism
(en)
γαλλικά
:
optimisme
(fr)