Ετυμολογία

επεξεργασία
αισιοδοξώ < αισιόδοξος

αισιοδοξώ

  • είμαι αισιόδοξος για μία συγκεκριμένη υπόθεση, πιστεύω ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν κατά τρόπο θετικό
αισιοδοξώ ότι θα κερδίσουμε τη δίκη

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία