αισιοδοξώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισιοδοξώ < αισιόδοξος
Ρήμα
επεξεργασίααισιοδοξώ
- είμαι αισιόδοξος για μία συγκεκριμένη υπόθεση, πιστεύω ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν κατά τρόπο θετικό
- αισιοδοξώ ότι θα κερδίσουμε τη δίκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αισιοδοξώ | αισιοδοξούσα | θα αισιοδοξώ | να αισιοδοξώ | αισιοδοξώντας | |
β' ενικ. | αισιοδοξείς | αισιοδοξούσες | θα αισιοδοξείς | να αισιοδοξείς | (αισιοδόξει) | |
γ' ενικ. | αισιοδοξεί | αισιοδοξούσε | θα αισιοδοξεί | να αισιοδοξεί | ||
α' πληθ. | αισιοδοξούμε | αισιοδοξούσαμε | θα αισιοδοξούμε | να αισιοδοξούμε | ||
β' πληθ. | αισιοδοξείτε | αισιοδοξούσατε | θα αισιοδοξείτε | να αισιοδοξείτε | αισιοδοξείτε | |
γ' πληθ. | αισιοδοξούν(ε) | αισιοδοξούσαν(ε) | θα αισιοδοξούν(ε) | να αισιοδοξούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αισιοδόξησα | θα αισιοδοξήσω | να αισιοδοξήσω | αισιοδοξήσει | ||
β' ενικ. | αισιοδόξησες | θα αισιοδοξήσεις | να αισιοδοξήσεις | αισιοδόξησε | ||
γ' ενικ. | αισιοδόξησε | θα αισιοδοξήσει | να αισιοδοξήσει | |||
α' πληθ. | αισιοδοξήσαμε | θα αισιοδοξήσουμε | να αισιοδοξήσουμε | |||
β' πληθ. | αισιοδοξήσατε | θα αισιοδοξήσετε | να αισιοδοξήσετε | αισιοδοξήστε | ||
γ' πληθ. | αισιοδόξησαν αισιοδοξήσαν(ε) |
θα αισιοδοξήσουν(ε) | να αισιοδοξήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αισιοδοξήσει | είχα αισιοδοξήσει | θα έχω αισιοδοξήσει | να έχω αισιοδοξήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αισιοδοξήσει | είχες αισιοδοξήσει | θα έχεις αισιοδοξήσει | να έχεις αισιοδοξήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αισιοδοξήσει | είχε αισιοδοξήσει | θα έχει αισιοδοξήσει | να έχει αισιοδοξήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αισιοδοξήσει | είχαμε αισιοδοξήσει | θα έχουμε αισιοδοξήσει | να έχουμε αισιοδοξήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αισιοδοξήσει | είχατε αισιοδοξήσει | θα έχετε αισιοδοξήσει | να έχετε αισιοδοξήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αισιοδοξήσει | είχαν αισιοδοξήσει | θα έχουν αισιοδοξήσει | να έχουν αισιοδοξήσει |
|