Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισιοδοξώ < αισιόδοξος

  Ρήμα επεξεργασία

αισιοδοξώ

  • είμαι αισιόδοξος για μία συγκεκριμένη υπόθεση, πιστεύω ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν κατά τρόπο θετικό
αισιοδοξώ ότι θα κερδίσουμε τη δίκη

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία