ενικός         πληθυντικός  
optimiste optimistes

  Επίθετο

επεξεργασία

optimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) οπτιμιστής
  2. αισιόδοξος

Συγγενικά

επεξεργασία