Ετυμολογία

επεξεργασία
optimisme < λατινική optimum, ουδέτερο του optimus, υπερθετικός βαθμός του bonus (καλός)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
optimisme optimismes

optimisme (fr) αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) ο οπτιμισμός
  2. η αισιοδοξία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία