Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pessimisme < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.si.mism/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pessimisme (fr) αρσενικό

  • η απαισιοδοξία
    les entreprises abordent la nouvelle année avec pessimisme - οι εταιρείες πλησιάζουν απαισιόδοξα το νέο έτος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία