pessimiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pessimiste < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός) > pessimisme
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pessimiste | pessimistes |
pessimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- απαισιόδοξος
- son parti rassemble les pessimistes de tout bord - το κόμμα του συγκεντρώνει τους απαισιόδοξους κάθε πολιτικής πλευράς
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pessimiste | pessimistes |
pessimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- απαισιόδοξος
- les pronostics sont pessimistes - οι προβλέψεις είναι απαισιόδοξες