↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπτιμισμός οι οπτιμισμοί
      γενική του οπτιμισμού των οπτιμισμών
    αιτιατική τον οπτιμισμό τους οπτιμισμούς
     κλητική οπτιμισμέ οπτιμισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπτιμισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική optimisme

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπτιμισμός αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία