Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπτιμιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οπτιμιστικ
ός
η
οπτιμιστικ
ή
το
οπτιμιστικ
ό
γενική
του
οπτιμιστικ
ού
της
οπτιμιστικ
ής
του
οπτιμιστικ
ού
αιτιατική
τον
οπτιμιστικ
ό
την
οπτιμιστικ
ή
το
οπτιμιστικ
ό
κλητική
οπτιμιστικ
έ
οπτιμιστικ
ή
οπτιμιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οπτιμιστικ
οί
οι
οπτιμιστικ
ές
τα
οπτιμιστικ
ά
γενική
των
οπτιμιστικ
ών
των
οπτιμιστικ
ών
των
οπτιμιστικ
ών
αιτιατική
τους
οπτιμιστικ
ούς
τις
οπτιμιστικ
ές
τα
οπτιμιστικ
ά
κλητική
οπτιμιστικ
οί
οπτιμιστικ
ές
οπτιμιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπτιμιστικός
<
οπτιμιστής
Επίθετο
επεξεργασία
οπτιμιστικός
σχετικός με τον
οπτιμιστή
σχετικός με τον
οπτιμισμό
Συγγενικά
επεξεργασία
οπτιμισμός
οπτιμιστής
-
οπτιμίστρια
όπτιμουμ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπτιμιστικός
γαλλικά
:
optimiste
(fr)