Επίθετο

επεξεργασία

optimum (en)

  1. άριστος, βέλτιστος, καλύτερος



  Επίθετο

επεξεργασία

optimum (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. άριστος, βέλτιστος, καλύτερος
     συνώνυμα: optimal

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

optimum (fr) αρσενικό (πληθυντικός optimums ή optima)

  1. μια κατάσταση που θεωρείται σαν η καλύτερη δυνατή



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

optimum (la)