rosé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rosé | rosés |
θηλυκό | rosée | rosées |
rosé (fr)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rosé < (άμεσο δάνειο) γαλλική rosé
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrosé (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- rosé - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).