Ετυμολογία

επεξεργασία
ροζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική rose < λατινική rosa < αρχαία ελληνική ῥόδον (αντιδάνειο)

  Επίθετο

επεξεργασία

ροζ άκλιτο

  1. που έχει ανοικτό κόκκινο χρώμα
     συνώνυμα: ροζέ
  2. (μεταφορικά) ερωτικός, σεξουαλικός, σεξουλιάρικος
    ⮡  ροζ σκάνδαλα και ροζ ιστορίες συνταράσσουν την πολιτική ζωή της χώρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροζ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία