ροζ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ροζ < γαλλική rose < λατινική rosa < αρχαία ελληνική ῥόδον (αντιδάνειο)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ροζ άκλιτο
- που έχει ανοικτό κόκκινο χρώμα
- (μεταφορικά) ερωτικός, σεξουαλικός, σεξουλιάρικος
- ροζ σκάνδαλα και ροζ ιστορίες συνταράσσουν την πολιτική ζωή της χώρας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ροζ ουδέτερο
- το ροζ χρώμα
ροζ (χρώμα):