• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ροζ

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ροζ < γαλλική rose < λατινική rosa < αρχαία ελληνική ῥόδον (αντιδάνειο)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ροζ άκλιτο

  1. που έχει ανοικτό κόκκινο χρώμα
    ≈ συνώνυμα: ροζέ
  2. (μεταφορικά) ερωτικός, σεξουαλικός, σεξουλιάρικος
    ροζ σκάνδαλα και ροζ ιστορίες συνταράσσουν την πολιτική ζωή της χώρας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ροζ ουδέτερο

  • το ροζ χρώμα
    ροζ (χρώμα):   

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ροζακί
  • ροζάριο
  • ροζέ
  • ροζέτα
  • ροζίζω

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • ροδαλός
  • φούξια

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ροζ
  • αγγλικά : pink (en), pinky (en)
  • παλαιά γαλλικά : rosin
  • γαλλικά : rose (fr)
  • γερμανικά : rosa (de)
  • ιταλικά : rosa (it)
  • ολλανδικά : roze (nl)
  • πολωνικά : επ. różowy (pl), ουσ. róż (pl)
  • πορτογαλικά : rosa (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ροζ&oldid=4695337"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Αυγούστου 2020, στις 23:26

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Αυγούστου 2020, στις 23:26.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie