Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική rosé[1] < rose < λατινικά rosa < αρχαία ελληνική ῥόδον (αντιδάνειο)

  Επίθετο επεξεργασία

ροζέ άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροζέ ουδέτερο άκλιτο

  1. το (κάπως ανοιχτό) ροζ χρώμα
  2. κρασί με το παραπάνω χρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία