Ετυμολογία

επεξεργασία
pink < αβέβαιης ετυμολογίας
παραθετικά
θετικός pink
συγκριτικός pinker
υπερθετικός pinkest

pink (en)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

pink (nl) (αρσενικό) πληθυντικός: pinken, υποκοριστικό: pinkje (ουδέτερο)

  1. το μικρό δαχτυλάκι του χεριού
  2. μοσχαράκι ενός χρόνου
  3. (ιστορικό) τύπος πλοίου του 15ου αιώνα