ενικός         πληθυντικός  
pinkie pinkiies

Ετυμολογία

επεξεργασία
pinkie < (άμεσο δάνειο) ολλανδική pinkje, υποκοριστικό του ολλανδικού pink (μικρό δαχτυλάκι).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

pinkie (en)

  1. (οικείο, ανεπίσημο) το μικρό δάχτυλο του χεριού (σπανιότερα: του ποδιού)
    εναλλακτικός τύπος: pinky
  2. (μειωτικό) (ΗΠΑ) άνθρωπος λευκής φυλής, ο καυκάσιος