Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pinkie pinkiies

  Ετυμολογία επεξεργασία

pinkie < (άμεσο δάνειο) ολλανδική pinkje, υποκοριστικό του ολλανδικού pink (μικρό δαχτυλάκι).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɪŋki/
ομόηχο: pinky

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pinkie (en)

  1. (οικείο, ανεπίσημο) το μικρό δάχτυλο του χεριού (σπανιότερα: του ποδιού)
    εναλλακτικός τύπος: pinky
  2. (μειωτικό) (ΗΠΑ) άνθρωπος λευκής φυλής, ο καυκάσιος