↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καυκάσιος η καυκάσια το καυκάσιο
      γενική του καυκάσιου της καυκάσιας του καυκάσιου
    αιτιατική τον καυκάσιο την καυκάσια το καυκάσιο
     κλητική καυκάσιε καυκάσια καυκάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καυκάσιοι οι καυκάσιες τα καυκάσια
      γενική των καυκάσιων των καυκάσιων των καυκάσιων
    αιτιατική τους καυκάσιους τις καυκάσιες τα καυκάσια
     κλητική καυκάσιοι καυκάσιες καυκάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καυκάσιος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυκάσιος αρσενικό

  1. που κατάγεται απ' τον Καύκασο
  2. ο φυλετικά λευκός

  Επίθετο

επεξεργασία
  1. οτιδήποτε προέρχεται απ' τον Καύκασο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία