καυκάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυκάσιος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαυκάσιος αρσενικό
- που κατάγεται απ' τον Καύκασο
- ο φυλετικά λευκός
Επίθετο
επεξεργασία- οτιδήποτε προέρχεται απ' τον Καύκασο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καυκάσιος
|