Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροζακί τα ροζακιά
      γενική του ροζακιού των ροζακιών
    αιτιατική το ροζακί τα ροζακιά
     κλητική ροζακί ροζακιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροζακί < ραζακί[1] < τουρκική razakı < αραβική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾo.zaˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐ζα‐κί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροζακί ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία