Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριαντάφυλλο τα τριαντάφυλλα
      γενική του τριαντάφυλλου των τριαντάφυλλων
    αιτιατική το τριαντάφυλλο τα τριαντάφυλλα
     κλητική τριαντάφυλλο τριαντάφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα τριαντάφυλλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριαντάφυλλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τριαντάφυλλον < τριάντα + φύλλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.a(n)ˈda.fi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐α‐ντά‐φυλ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριαντάφυλλο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία