τριανταφυλλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριανταφυλλιά | οι | τριανταφυλλιές |
γενική | της | τριανταφυλλιάς | των | τριανταφυλλιών |
αιτιατική | την | τριανταφυλλιά | τις | τριανταφυλλιές |
κλητική | τριανταφυλλιά | τριανταφυλλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριανταφυλλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τριανταφυλλιά[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριανταφυλλιά θηλυκό
- (φυτό) φυλλοβόλος καλλωπιστικός θάμνος ή αναρριχώμενο φυτό του γένους Rosa με αγκάθια, ελλειψοειδή οδοντωτά φύλλα και εύοσμα μεγάλα άνθη σε διάφορα χρώματα όπως άσπρο, ροζ, κόκκινο ή κίτρινο
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριανταφυλλιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τριανταφυλλιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τριανταφυλλής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τριανταφυλλής
επεξεργασία
- ↑ τριανταφυλλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.