rosier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rosier < rose
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rosier | rosiers |
rosier (fr) αρσενικό
- (φυτό) η τριανταφυλλιά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη rose
ενικός | πληθυντικός |
rosier | rosiers |
rosier (fr) αρσενικό