τριανταφυλλένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριανταφυλλένιος < τριαντάφυλλ(ο) + -ένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίατριανταφυλλένιος
- φτιαγμένος από τριαντάφυλλο
- που έχει μαλακή υφή όπως τα πέταλα του τριανταφύλλου
- → και δείτε τη λέξη τριανταφυλλένια (θηλυκό, ως προσφώνηση)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τριανταφυλλένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας