Ετυμολογία

επεξεργασία
τριανταφυλλί < πορτοκάλ(ι) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λί
τονικό παρώνυμο: τριαντάφυλλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριανταφυλλί ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

τριανταφυλλί άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τριαντάφυλλο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τριανταφυλλί