τριανταφυλλόξιδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριανταφυλλόξιδο < τριαντάφυλλ(ο) + -ό- + -ξιδο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριανταφυλλόξιδο ουδέτερο
- συνώνυμο με το ροδόξιδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριανταφυλλόξιδο
|
τριανταφυλλόξιδο ουδέτερο
|