Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριανταφυλλόξιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τριανταφυλλόξιδ
ο
τα
τριανταφυλλόξιδ
α
γενική
του
τριανταφυλλόξιδ
ου
των
τριανταφυλλόξιδ
ων
αιτιατική
το
τριανταφυλλόξιδ
ο
τα
τριανταφυλλόξιδ
α
κλητική
τριανταφυλλόξιδ
ο
τριανταφυλλόξιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριανταφυλλόξιδο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τριανταφυλλόξιδο
ουδέτερο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριανταφυλλόξιδο