ῥοδοδάκτυλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ῥοδοδάκτυλος, -ος, -ον
- που έχει ρόδινα δάκτυλα, ροδοδάκτυλος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 152
- Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, νῆσον θαυμάζοντες ἐδινεόμεσθα κατ᾽ αὐτήν.
- Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή, θαυμάζαμε το ωραίο νησί και το γυρίζαμε.
- Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης (@greek-language.gr)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ῥοδοδάκτυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥοδοδάκτυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.