Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wheel wheels

wheel (en)

  1. ο τροχός, η ρόδα οχήματος
    ⮡  The wheels didn’t grip because of the ice.
    Οι τροχοί δεν έπιασαν εξαιτίας του πάγου.
    ⮡  the front/back wheels - οι μπροστινές/πισινές ρόδες
  2. (the wheel) το τιμόνι αυτοκινήτου
    ⮡  Turn the wheel right/left.
    Γύρισε το τιμόνι δεξιά/αριστερά.
    ⮡  Who was at the wheel?
    Ποιος ήταν στο τιμόνι;
     συνώνυμα: steering wheel
  3. τιμόνι πλοίου
  4. τροχός (όργανο βασανιστηρίου)
  5. ανέμη

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας wheel
γ΄ ενικό ενεστώτα wheels
αόριστος wheeled
παθητική μετοχή wheeled
ενεργητική μετοχή wheeling

wheel (en)

  1. τσουλάω
  2. κάνω κύκλους (στον αέρα πετώντας)