wheel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wheel | wheels |
wheel (en)
- ο τροχός, η ρόδα οχήματος
- ⮡ The wheels didn’t grip because of the ice.
- Οι τροχοί δεν έπιασαν εξαιτίας του πάγου.
- ⮡ the front/back wheels - οι μπροστινές/πισινές ρόδες
- ⮡ The wheels didn’t grip because of the ice.
- (the wheel) το τιμόνι αυτοκινήτου
- ⮡ Turn the wheel right/left.
- Γύρισε το τιμόνι δεξιά/αριστερά.
- ⮡ Who was at the wheel?
- Ποιος ήταν στο τιμόνι;
- ≈ συνώνυμα: steering wheel
- ⮡ Turn the wheel right/left.
- τιμόνι πλοίου
- τροχός (όργανο βασανιστηρίου)
- ανέμη
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wheel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wheels |
αόριστος | wheeled |
παθητική μετοχή | wheeled |
ενεργητική μετοχή | wheeling |
wheel (en)