ανέμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανέμη | οι | ανέμες |
γενική | της | ανέμης | των | ανεμών |
αιτιατική | την | ανέμη | τις | ανέμες |
κλητική | ανέμη | ανέμες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈne.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέ‐μη
- ομόηχο: ανέμι (ουδέτερο)
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ανέμη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνέμη[1] < αρχαία ελληνική ἄνεμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανέμη θηλυκό
- κάθετος ιστός ή και πλάγιος για να τυλίγεται το νήμα, παλιότερα ξύλινος και περιστρεφόμενος
Συνώνυμα επεξεργασία
- ροδάνι
- ανεμοδούρα (δημοτική)
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη άνεμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανέμη
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ανέμη: συντόμευση του ανεμότρατα [2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανέμη θηλυκό
- συνώνυμο του ανεμότρατα στη σημασία: δίχτυ ανεμότρατας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανέμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανέμη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας