Δείτε επίσης: ἀνέμη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανέμη οι ανέμες
      γενική της ανέμης των ανεμών
    αιτιατική την ανέμη τις ανέμες
     κλητική ανέμη ανέμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈne.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέ‐μη
ομόηχο: ανέμι (ουδέτερο)

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ανέμη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνέμη[1] < αρχαία ελληνική ἄνεμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανέμη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άνεμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ανέμη: συντόμευση του ανεμότρατα [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανέμη θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία