Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμότρατα οι ανεμότρατες
      γενική της ανεμότρατας
    αιτιατική την ανεμότρατα τις ανεμότρατες
     κλητική ανεμότρατα ανεμότρατες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμότρατα < ανεμό- + τράτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neˈmo.tɾa.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μό‐τρα‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμότρατα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) ψαροκάικο δίχως μηχανή, ιστιοφόρο, που απλώνει δίχτυα σε βαθιά νερά, σε αντιδιαστολή προς την μηχανότρατα
    ※ «Πενήντα λεφτά τα ψάρια! Πενήντα η ανεμότρατα! Πέντε δεκάρες!» έλεγε μία όμορφη μεταλλική φωνή· και στον ίδιο καιρό ο λαχανάς τραγουδιστά επρόσφερνε το είδος του, ραντίζοντας τα πράσινα χόρτα που είταν απλωμένα στην αυλή, πάνου σε ξύλινα κατηφορητά κρεβάτια
    Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα, κεφάλαιο ΙΒ΄, 1912
  2. ο μηχανισμός για το δίχτυ της ανεμότρατας
     συνώνυμα: ανέμη

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις άνεμος και τράτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία