Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδάνι τα ροδάνια
      γενική του ροδανιού των ροδανιών
    αιτιατική το ροδάνι τα ροδάνια
     κλητική ροδάνι ροδάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροδάνι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥοδάνη με μεταπλασμό σε ουδέτερο που ομοηχεί [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈða.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐δά‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροδάνι ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • η γλώσσα/το στόμα κάποιου (πάει) ροδάνι: μιλάει πολύ και συνέχεια, φλυαρεί, δε βάζει γλώσσα μέσα του

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία