Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουλάω < τσουλ(ώ) + νεότερη κατάληξη -άω < *τσυλώ με [i] > [u] πριν από [l] < κυλώ με τροπή [c] > [ts] πριν από [i] < μεσαιωνική ελληνική κυλῶ < αρχαία ελληνική κυλίω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡suˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσου‐λά‐ω

τσουλάω/(τσουλώ), αόρ.: τσούλησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) κινούμαι σιγά πάνω σε τροχούς
  2. (μεταβατικό) κάνω ένα όχημα ή άλλο αντικείμενο με τροχούς να κινηθεί σπρώχνοντάς το
    ⮡  δεν τσουλάει καλά το καροτσάκι, έχουν κολλήσει οι ρόδες
  3. (μεταφορικά, για διαδικασία, υπόθεση) προχωράω
    ⮡  Η υπόθεσή μου δεν τσουλάει καθόλου. Πρέπει να δώσω φακελάκι;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία