wheelie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wheelie | wheelies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwheelie (en)
- σούζα με όχημα, όπως ποδήλατο ή μοτοσικλέτα
- (ανεπίσημο, ιδίως στην Αυστραλία) χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου