Ετυμολογία

επεξεργασία
wheelie < wheel + -ie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈ(h)wiːli/
ΔΦΑ : /ˈ(h)wili/ (ΗΠΑ)
      ενικός         πληθυντικός  
wheelie wheelies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wheelie (en)

  1. σούζα με όχημα, όπως ποδήλατο ή μοτοσικλέτα
  2. (ανεπίσημο, ιδίως στην Αυστραλία) χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία