αναπηρικό αμαξίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπηρικό αμαξίδιο < αγγλική wheel-chair. → δείτε και τις λέξεις αναπηρικός και αμαξίδιο
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αναπηρικό αμαξίδιο ουδέτερο
- κάθισμα το οποίο τοποθετείται πάνω σε τροχούς ώστε να βοηθήσει άτομα με περιορισμένη κινητικότητα στις μετακινήσεις τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπηρικό αμαξίδιο
Πηγές επεξεργασία
- αμαξίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)