Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναπηρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναπηρικ
ός
η
αναπηρικ
ή
το
αναπηρικ
ό
γενική
του
αναπηρικ
ού
της
αναπηρικ
ής
του
αναπηρικ
ού
αιτιατική
τον
αναπηρικ
ό
την
αναπηρικ
ή
το
αναπηρικ
ό
κλητική
αναπηρικ
έ
αναπηρικ
ή
αναπηρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναπηρικ
οί
οι
αναπηρικ
ές
τα
αναπηρικ
ά
γενική
των
αναπηρικ
ών
των
αναπηρικ
ών
των
αναπηρικ
ών
αιτιατική
τους
αναπηρικ
ούς
τις
αναπηρικ
ές
τα
αναπηρικ
ά
κλητική
αναπηρικ
οί
αναπηρικ
ές
αναπηρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναπηρικός
<
ανάπηρος
και
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αναπηρικός
ο σχετικός με την
αναπηρία
αναπηρική
σύνταξη
που βοηθά τον ανάπηρο σε κάποια λειτουργία του
αναπηρικό
αμαξίδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπηρικός
γαλλικά
: d'
invalide
(fr)
,
d'
handicapé
(fr)