αναπηρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αναπηρικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την αναπηρία
- αναπηρική σύνταξη
- που βοηθά τον ανάπηρο σε κάποια λειτουργία του
- αναπηρικό αμαξίδιο